Η ΜΑΝΟΥΛΑ
του Γιούσεφ Ιντρίς
The mother, by Yusef Idris
Translated in Greek by Dr. Amin A. Ezeldin
الأم
بقلم الأديب الكبير يوسف ادريس
ترجمة الي اللغة اليونانية أ.د. أمين أحمد عزالدين
*Μετάφραση & Σχόλιο : Δρ. Αμιν Εζελντιν*
.jpg)
Μια χειμωνιάτικη βραδιά το βρήκε. Ήταν το τρίτο δένδρο πριν το υπόγειο πάρκο. Ήταν ένα απ΄τα πολλά δένδρα· ονομαζόταν “Ομ Αλσαούρ” και στεκόταν στην ακτή του Νείλου, κοντά στο τέλος της οδού Άσρ Ελαϊνι. Εγκατέλειψε τη στέγη του. Για άλλη μια φορά εγκατέλειψε το σπίτι του. Είχε δοκιμάσει τα βαγόνια των παλιών τρένων που ήταν σταθμευμένα πάνω στις ράγες του σταθμού και δεν χρησιμοποιούνταν. Αναγκάστηκε να δεχθεί τις πάρα πολλές ενοχλήσεις από τους φύλακες, που, όταν έρχονταν, τον ξυπνούσαν και τον έδιωχναν απ΄το σιδηροδρομικό σταθμό.
Έχει δοκιμάσει και κάτω από τα παλιά λεωφορεία στο ΚΤΕΛ· έχει δοκιμάσει μεγάλες τρύπες που υπήρχαν στους τοίχους του προαστίου. Κοιμήθηκε και στα νεκροταφεία και στις χαράδρες και στα σφαγεία των ζώων. Όμως οι άνθρωποι πάντα τον έδιωχναν, και έτσι έχει δοκιμάσει και άλλα μέρη και άλλα πράγματα.
Από τότε που τον έδιωξε ο πατριός του, τον έδιωχναν πάντα όπως τον λυσσασμένο σκύλο που έχει τσιμπούρια, και πάντα φεύγει.
Αγαπούσε τη μάνα του, και η μάνα του τον αγαπούσε και ποτέ δεν έχει δει τον πατέρα του. Μέχρι πού ΄ήρθε αυτός ο άνδρας και την παντρεύτηκε κι άρχισε να αδυνατίζει και να μην μπορεί ν’ αντισταθεί σ΄αυτόν. Ερχόταν μεθυσμένος, νευριασμένος και δεν αισθανόταν τίποτα. Ερχόταν με τα νεύρα του, τη βρώμα του, «ξάπλωνε» με τη μάνα με πολύ άσχημο τρόπο κι αυτή αποκοιμιόταν απ΄τον πόνο.
Τότε άκουγε τη φωνή της, μέχρι και την αναπνοή της. Πώς άλλαξε έτσι η μάνα του! Πώς την έκανε ο νέος της άνδρας σαν ζωάκι κι αυτός σαν κακός λύκος… Τότε προσπάθησε να φύγει όσο μακριά γίνεται και να εγκαταλείψει το σπίτι του.
Έτσι αισθάνθηκε κι έτσι πάντα αισθάνεται· κάθε μέρα η καρδιά της μάνας του να μακραίνει και να πηγαίνει κοντά σ΄αυτόν τον άνδρα που την πλησιάζει και την αλλάζει με τα σεξουαλικά του κατορθώματα.
Κι αυτή τον ακούει και υποκύπτει. Μια μέρα ξύπνησε και βρήκε αυτόν τον άνδρα να κρατά τη μάνα του στην αγκαλιά σαν την εικόνα εκείνη, που είχε δει τη μάνα του να κρατά τον πατέρα του, όταν πέθανε.
Πλησίασε και κατάλαβε ότι ο καινούριος γάμος καρποφόρησε, μόλις είδε ότι η κοιλιά της έχει φουσκώσει πολύ (Ήταν έγκυος!). Τότε κατάλαβε ότι η μικρή κλωστή που τον συνέδεε με τη μάνα του σ΄αυτό το σπίτι, σ΄αυτό το δωμάτιο, είχε κοπεί.
Και αναγκάστηκε να σταματήσει απ΄το σχολείο και να δουλέψει ως βοηθός μαραγκού. Και ζήτησε απ΄τη μητέρα να τον βοηθήσει (υποστηρίξει), και πράγμα- όχι παράξενο για αυτόν- αυτή φώναξε με κραυγές και τον πρόσταξε να πάψει για να μην ξυπνήσει το μωρό.
«Η ξυλουργική σε κάνει να μάθεις, γιε σκύλου, μια τέχνη.».
Να που έγινε ο πατέρας μου σκύλος. Δάκρυσαν τα μάτια μου πριν.
Ήταν, όμως, αυστηρός ο μαραγκός και ήταν πολλές φορές φτιαγμένος και μερικές φορές τον χτυπούσε με το σφυρί, ενώ κάποιες άλλες με την ξύλινη παντόφλα.
Έκανε παρέα με παιδιά που μάζευαν αποτσίγαρα και ήταν χαμίνια και δούλεψε ως βοηθός στα μαγαζιά.
Τον ανάγκαζαν να πληρώνει έξοδα διαμονής σε καθένα από αυτά με τον κόπο του και την περηφάνια του άνδρα που, ενώ ήταν ακόμα νέος, τον ωρίμασαν οι καταστάσεις. Πλήρωσε πάρα πολλά. Κι άλλη φορά πάλι εγκατέλειψε.
Απ΄το πουθενά έφευγε και στο πουθενά πήγαινε. Αυτήν την φορά βρέθηκε κοντά σε έναν μονόφθαλμο που προσπάθησε να τον μάθει να γίνει πορτοφολάς. Και πάλι έφυγε. Έπεσε σ΄ έναν τυφλό που του έμαθε να είναι συνοδός του ,για να ζητιανεύουν μαζί. Και πάλι έφυγε.
Τότε ήταν που έπεσε σε μια γυναίκα, η οποία μέσα σε μια νύχτα τον πήρε στην αγκαλιά της, αλλά και πάλι έφυγε.
Το πρόβλημα δεν ήταν η φυγή του την ημέρα, αλλά ήταν η στέγη την νύχτα. Απ΄τις χαράδρες έπαιρνε ορισμένα κομμάτια ψωμί που βρίσκονταν στα σκουπίδια κι έτρωγε.
Όμως δεν τα έκανε αυτά σαν τα αδέσποτα σκυλιά και τις γάτες.
Ήξερε πώς να ψάχνει και πώς να διαλέγει. Και πάντα έβρισκε αυτό που ήταν μπαγιάτικο ή κάτι πριν να αλλοιωθεί. Στα νερά του Νείλου τα έπλενε και τα καθάριζε. Ακόμα και τα κομμάτια του ψωμιού τα έπλενε, τα καθάριζε, τ΄ άφηνε στον ήλιο να στεγνώσουν και τα ετοίμαζε για ένα πλούσιο γεύμα για τον εαυτό του.
Το πρόβλημα ήταν πού να βρει στέγη την νύχτα. Απρόσμενα, μια χειμωνιάτικη βραδιά, βρήκε τη στέγη.
Ήταν ένα δένδρο με μεγάλο κορμό και ρίζες. Είχαν βαφτίσει αυτό το δένδρο Ομ Αλσουρ, δηλαδή Μανούλα (Ιτιά Κλαίουσα), γιατί οι ρίζες του έβγαιναν στην επιφάνεια και πλέκονταν μεταξύ τους κάνοντας το να μοιάζει με κορμό που έχει πόδια.
Πέρασαν δεκάδες χρόνια, μεγάλωσαν αυτές οι ρίζες, και έγιναν οι βάσεις για να στηρίζεται το μεγάλο αυτό δένδρο. Κι επειδή τα πόδια αυτά ήταν μπλεγμένα, έμοιαζαν σαν ένα σπιτάκι πού ΄χει φτιαχτεί αθόρυβα.
Κι υπήρχε χώρος μέσα στις ρίζες που ήταν όμοιος με πόρτα, και μπορούσε να χωρέσει ακόμα και άνθρωπο. Καμιά φορά φαινόταν σαν φωλιά με κάλυμμα από πάνω, με μια μόνο ανοιχτή τρύπα.
Μια βραδιά περπατούσε το παιδί μες στη μιζέρια, χωρίς όμως να βγαίνει ούτε δάκρυ.
Μ΄ όλη τη μιζέρια και τον πόνο της καθημερινότητας, ο άνθρωπος συνηθίζει και παύει να δακρύζει. Γιατί τα δάκρυα έρχονται όταν υπάρχει μπροστά του ελπίδα ή μια λύση ή όταν προσπαθεί να ελπίζει ή όταν επιθυμεί ή όταν προσεύχεται στον
Θεό που τον δημιούργησε, για να βρει το κουράγιο ν΄ αντιμετωπίσει τα προβλήματα.
Τότε δακρύζει ο άνθρωπος. Έτσι ξεκουράζεται απ΄ τον συνεχόμενο πόνο για μια ώρα και παύει να αισθάνεται ότι πονά.
Ήταν νύχτα κι άρχισε να βρέχει. Έπειτα δυνάμωσε η βροχή, το νερό έπεφτε καταρρακτωδώς κι εξαφανίστηκαν οι άνθρωποι απ΄τον δρόμο, όπου δεν υπήρχε πλέον ψυχή.
Εκείνη τη στιγμή δημιουργήθηκε στην ψυχή του παιδιού ο φόβος και η ακράτητη επιθυμία να κλάψει.
Ξαφνικά πήγε προς το δένδρο για να προστατευτεί απ΄την καταρρακτώδη βροχή. Έγινε όμως μούσκεμα κι έφτασε το κρύο μέχρι τα κόκαλα του.
Μέσα στο λιγοστό φως, που έβγαινε από έναν στύλο φωτός, φαινόταν μια τρύπα στο δένδρο. Την πλησίασε κι άρχισε να την ερευνά. Κι έμεινε έκπληκτος, όταν ανακάλυψε ότι η τρύπα αυτή ήταν βαθιά σαν σπηλιά και έμοιαζε με στόμα γριάς στο οποίο τα δόντια ήταν στραβά και αραιά.
Μπήκε μέσα. Ένοιωσε σαν να μπήκε στη σπηλιά της ευτυχίας.
Αισθάνθηκε ότι ο βομβαρδισμός του νερού σταμάτησε να χτυπά στο κεφάλι του. Εκείνη την στιγμή ένιωθε ότι βρισκόταν σε ασφαλές μέρος.
Το αίσθημα αυτό γέμισε την ψυχή του με μεγάλη χαρά, γιατί το καταφύγιο αυτό έδειχνε ασφαλές, κατάλληλο για έναν αλήτη που ξαφνικά του χάρισε ο ουρανός ένα θαυμάσιο παλάτι.
Κυριάρχησε αυτό το συναίσθημα μέσα του μέχρι που ξέχασε όλα όσα έχει περάσει στη ζωή του: τους διωγμούς, τις μετακινήσεις, τα χαστούκια, τις βρισιές, μια ολόκληρη ζωή γεμάτη πόνο.
Όταν ξύπνησε από αυτό το συναίσθημα, μόνο μια σκέψη περνούσε απ΄το μυαλό του: να υπήρχαν στο καταφύγιό του μαζί του φίδια, ποντίκια ή κάθε τι που δαγκώνει ή βγάζει δηλητήριο.
Η βροχή άρχισε πάλι να χειροτερεύει. Το φως από τις αστραπές τον φόβιζε μες στο σκοτάδι.
Πιθαμή προς πιθαμή πήγε να ψάξει σιγά σιγά το έδαφος στο καταφύγιο. Bρήκε γρασίδι και στις γωνίες δεν βρήκε παρά μόνο λίγα οστά από το σκελετό ενός σκύλου. Πρέπει νά ΄χε πεθάνει εδώ και καιρό. Τα μάζεψε και, αφού τα πέταξε μακριά , μ΄ ένα παλιό πανί καθάρισε το χώρο και το πάτωμα.
Στο τέλος μαζεύτηκε κι κάθισε κάτω.
Τότε αισθάνθηκε ότι ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο όλο. Πιο ευτυχισμένος από οποιονδήποτε βασιλιά, απ΄τον πιο πλούσιο ή από τον κύριο Φαραμάουι ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης πολλών μεγάλων κάρων, που μετέφεραν λαχανικά.
Απ΄την πολλή ευτυχία του προσπάθησε ν΄ανταποκριθεί στην ερημιά και την ησυχία, που άρχισε να περνά μέσα στο σώμα του μέχρι να παραδώσει το πνεύμα του στον ύπνο,. έναν ύπνο που δεν έχει δοκιμάσει ποτέ στη ζωή του.
Αυτό το μέρος δεν ανήκει σε κανέναν και κανείς δεν μπορούσε να τον διώξει από εκεί. Δεν ήταν κοντά στην αποθήκη ή το μαγαζί για να τον ενοχλούν (και τον διώξουν). Ούτε αστυφύλακας δεν μπορούσε να τον παρακολουθεί (δει), ούτε άνθρωπος, ούτε και ο διάβολος. Αντιστεκόταν, ενώ ήθελε να κοιμηθεί, για να ευχαριστηθεί με κάτι που τού έλειπε εδώ και καιρό, από τότε πού ΄χε σπίτι, από τότε πού ΄χε πατέρα και μια καλή μητέρα και ήταν στην αγκαλιά της κι αισθανόταν ασφάλεια, ζεστασιά, προστασία απ΄όλους τους κακούς ανθρώπους.
Προσπαθούσε λοιπόν ν΄ αντιστέκεται στην ξεκούραση που του πρόσφερε η καινούρια και όμορφη στέγη. Με την θέλησή του αγωνιζόταν να μην κοιμηθεί.
Παρόλο που αντιλήφτηκε με τον καιρό τη βροχή να πλησιάζει στην σπηλιά, ωστόσο αισθανόταν γαλήνιος.
«Ένιωθα ότι ζεσταινόμουν μέσα στο γερασμένο δένδρο. Μ΄αγκάλιασε κι αυτό ήταν όλο. Αισθανόμουν όπως ο άνθρωπος που σώθηκε απ΄τον πνιγμό. Είχα βρει προστασία μέσα σ΄ένα κάστρο. Γύρω μου ήταν όλα τα άγρια θηρία που γρύλιζαν και κρυφά τους έβγαζα τη γλώσσα με ηρεμία και γαλήνη κι ήμουν σίγουρος ότι τ΄άγρια δόντια τους ήταν μακριά.
Και γρύλιζαν, επειδή δεν μπορούσαν να με πιάσουν. Για μένα ήταν όλος ο κόσμος ασφαλής, τυλιγμένος με
ελαφρά λιτά μεταξωτά, με όμορφα φυτά που μ΄άγγιζαν. Και περνούσε μέσα μου τόση ζεστασιά,που δεν ήξερα από πού πήγαζε».
Και ξύπνησε την αυγή και η βροχή σταμάτησε. Και άρχισε ο δρόμος να έχει κίνηση με τα τραμ, τα τρένα, τη συγκοινωνία.. Και μέσα από την τρύπα του δένδρου παρακολουθούσε τους περαστικούς, τα λεωφορεία κι ήταν σχεδόν μουσκεμένος.
Για όλη του τη ζωή θα θυμάται αυτή τη στιγμή, τη στιγμή που πήγε στην καινούρια του στέγη. Η ζωή του όλη ήταν τώρα μια καινούρια σελίδα, που χώριζε το παρελθόν με την ασχήμια του από το όμορφο παρόν.
Μ΄ ένα απαλό χεράκι, σχεδόν νωχελικά πήγε ν΄ αγγίξει το εσωτερικό της τρύπας στο δένδρο, σαν ένας άνθρωπος, που ψάχνει με τα δάχτυλά του το θησαυρό που βρήκε κι έγινε δικός του.
Αισθάνθηκε έντονη πείνα, όπως ποτέ μέχρι τότε στη ζωή του.
Όμως έπρεπε πρώτα να πλύνει το πρόσωπό του, όχι κάπου μακριά· ο Νείλος ήταν κοντά του!
«Τι όμορφο παλάτι! Μέχρι και το νερό είναι δίπλα μου!»
Υπήρχε στο δένδρο άλλη μια τρύπα, την οποία μπορούσε να χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες του. Όλα τα προβλήματά του είχαν λυθεί. Και τότε άνοιξε για εκείνον η πόρτα της ευτυχίας. Κάποια στιγμή κατέβηκε απ΄το δένδρο και προχώρησε λίγα βήματα στο δρόμο. Κάποια κυρία του ζήτησε να κατέβει απ΄το λεωφορείο, για να τη βοηθήσει να κουβαλήσει τη βαλίτσα της. Παρότι ήταν βαριά, την αισθάνθηκε σαν φτερό στο χέρι του. Την πήγε μέχρι το σπίτι της και του δώσε δέκα ολόκληρα γρόσια.
Τι όμορφα πράγματα! Για πρώτη φορά μπορούσε να πάρει πρωινό φούλια (κουκιά) και ταμίγια (αιγυπτιακοί κεφτέδες), να πιει τσάι, να φάει falafel (αιγυπτιακοί κεφτέδες) και να καπνίσει ένα ολόκληρο τσιγάρο απ΄ την αρχή ως το τέλος. Μετά έκανε βόλτα στα δρομάκια της πόλης. Αυτή τη μέρα έβγαλε αρκετό μεροκάματο.
Όταν πλησίασε η νύχτα είχε στην τσέπη του αρκετά χρήματα για να πάει στον κινηματογράφο, να δειπνήσει και παρόλα αυτά να του περισσέψουν και χρήματα για την αυριανή μέρα.
Όταν επέστρεφε από τον κινηματογράφο και αφού είχε δει δυο έργα, βρισκόταν σ΄ένα δρόμο πολύ αγαπητό σε αυτόν.
Η αξία του ήταν μεγαλύτερη απ΄ οποιοδήποτε σπίτι ακόμα κι απ΄αυτό που γεννήθηκε ή αυτό που μεγάλωσε.
Ένα πράγμα τον ενοχλούσε πάρα πολύ, όταν περνούσε μια σκέψη από το μυαλό του και τον άγχωνε, ότι δηλαδή, θα επέστρεφε μια μέρα και θα έβρισκε σ΄ αυτό το μέρος έναν άλλο.
Κι όμως η πόρτα (τρύπα) ήταν πάντα ανοιχτή και τον περίμενε, αλλά κάθε φορά το έβρισκε άδειο. Τραγουδούσε απ΄ τη χαρά του το τραγούδι της αγάπης κι ήθελε να φωνάξει σ΄όλους τους περαστικούς
για να πει για το μέρος που του ανήκει, σαν να βρήκε μια οικογένεια χωρίς πατέρα και μάνα, χωρίς να έχει πεθάνει κανείς, ούτε ένας πατριός να τον έχει χτυπήσει και να τον κάνει κομμάτια στο ξύλο ή να τον προσβάλει. Και τώρα αν και χαμένος στη θάλασσα της ζωής, βρήκε στέγη. Ήταν μια κρύα βραδιά. Είχε τα μάτια του κλειστά, μα ύπνος δεν του ερχόταν.
Το πρωί επίσης θα ήταν στέγη και ιδιοκτησία δική του και δεν θα μπορούσε να τον ξυπνήσει κανείς, ούτε πρωί , ούτε βράδυ. Αυτό ήταν δικό του σπίτι.
Έκανε, όμως, κρύο κι έτρεμε. Σκέφτηκε την επόμενη μέρα να πάει να ψάξει για ένα τσουβάλι παλιό, ένα πανί για να σκεπάζεται και ν΄αντέχει το κρύο.
Εκείνη τη βραδιά, ωστόσο, κούρνιασε μέσα στο δένδρο κι άρχισε να τρέμει το σώμα του, γιατί το δέντρο ήταν σκληρό, για να τον ζεστάνει. Νόμισε ότι ξημέρωνε και άρχισε να ζεσταίνεται.
« Περίεργο! Μήπως έπαθα κάτι ή κρύωσα; Μήπως θα μου έρθει βήχας; Αν έρθουν έτσι τα πράγματα, είμαι τελειωμένος.»
Έβαλε το χέρι του στο μέτωπο και το σώμα του, για να δει αν έχει πυρετό. Δεν είχε. Από πού πήγαζε λοιπόν, αυτή η ζεστασιά;
Από συνήθεια ακούμπησε το χέρι του στο δένδρο και αισθάνθηκε ότι η ζεστασιά πήγαζε από το δένδρο.
Και τρόμαξε και φοβήθηκε μήπως ένας άγνωστος τον διώξει από αυτήν την ζεστή αγκαλιά.
«Πρέπει να είμαι παλαβός.», σκέφτηκε! «Ή θα τρελαθώ»
Μήπως αυτό που σκεφτόταν παιδί, ότι, όταν το δένδρο είναι γερασμένο, ζεσταίνει γρήγορα, μήπως γι αυτό αισθανόταν σαν γιος στην αγκαλιά της μάνας και αυτό τον ζέσταινε.
«Χαζομάρες!» Πάντως του άρεσε η ιδέα και άρχισε να απλώνεται. Έβαλε το κεφάλι του ξαφνικά ανάμεσα στα πόδια του, όπως είναι τα μωρά στη μήτρα της μάνας τους και κοιμήθηκε.
Έτσι, το παιδί έγινε πλήρως μέρος αυτού του δένδρου.
Είχε επιτέλους τη δική του εστία μακριά απ΄ τον κακό κόσμο. Έφτασε στο σημείο να καθίσει μέσα όλη την ημέρα αποφεύγοντας έτσι την ζέστη του καλοκαιριού.
Μια μέρα ανακάλυψε ότι δεν είναι αυτός ο μόνος εγκαταλειμμένος στη ζωή. Υπήρχε κι αυτό το εγκαταλειμμένο δένδρο.
Άρχισε η τρύπα να παίρνει τη μορφή του σώματός του κι να ιδρώνει. Κατάλαβε ότι έπρεπε να ποτίζει το δένδρο και να βρει ένα ξύλο να κλείσει την τρύπα, έτσι ώστε να μην καταλάβει κανείς. Κι αυτό έκανε. Από τότε άρχισε μια σχέση (ένας δεσμός) ισχυρή και μια αμοιβαία ευαισθησία.
Το κρύο τον δρόσιζε το καλοκαίρι και η ζέστη (του δένδρου) τον ζέσταινε το χειμώνα.
Το αγαπούσε περισσότερο απ΄ την ίδια του τη μάνα. Το δένδρο ήταν η αγκαλιά, η προστασία, η ζεστασιά, η οικογένεια. ήταν τα πάντα γι αυτόν.
Δεν έχει καταλάβει πόσα χρόνια είχαν περάσει. Ένα, δέκα χρόνια… Γιατί ο χρόνος σταμάτησε την όμορφη εκείνη στιγμή που ανακάλυψε το δένδρο.
Τότε άνθισε η ζωή του και τα πάντα γύρω του. Πρασίνισε καθετί γύρω από το δένδρο.
Πέτυχε στη δουλειά του κι έγινε μεγάλος μάστορας και δούλεψε ως λουστραδόρος.
κερδίζοντας πολλά. Δεν κατάφερε, όμως, να φύγει απ΄την αγκαλιά του δένδρου.
Σιγά σιγά κατάλαβε, ότι ο χώρος στο δένδρο άρχισε να μικραίνει γι αυτόν.. Το κατάλαβε τυχαία, όταν μεγάλωσαν τα χέρια, τα πόδια, το σώμα του. Μέχρι πού έφτασε η μέρα που δεν μπορούσε να μπει παρά με χίλια βάσανα. Αχ! Έτσι είναι η ζωή. Αποφάσισε, λοιπόν, να μαζέψει τα πράγματά του και ν΄αφήσει αυτόν τον καταπράσινο χώρο.
Μοιράστηκε μ΄ έναν συνεργάτη του μια γκαρσονιέρα σε μια ταράτσα. Πέρασαν πολλές νύχτες που δεν κατάφερε να κοιμηθεί στο κρεβάτι.
Είχε μάθει να κοιμάται σε μια ζωντανή αγκαλιά, πάνω στο γρασίδι μέσα στο δένδρο του. Με το πέρασμα του χρόνου έμαθε να κοιμάται και στο κρεβάτι. Δούλευε όλη την ημέρα και μετά πήγαινε με την παρέα του να διασκεδάσει. Ζώντας αυτήν την ζωή ξέχασε το δένδρο του και τον κήπο, γιατί σ΄ αυτό το διάστημα μετακόμισε και ζούσε στη Σούμπρα. Μια μέρα τον έστειλε τ΄αφεντικό του στην παλιά του συνοικία.
Ξαφνικά πήδηξε απ΄το λεωφορείο κι έτρεξε να δει το δένδρο όπου έμενε παλιά. Είδε ότι έπεσαν τα φύλλα του και ξεράθηκε ο κορμός του. Ήταν ετοιμοθάνατο. Το χειρότερο ήταν ότι βρήκε εργάτες του δήμου να προσπαθούν να το κόψουν, για ν΄ανοίξουν δρόμο. Έκλαψε και τους ζήτησε να μην σκοτώσουν το δέντρο (τη μάνα του). -Σας παρακαλώ, παιδιά, μην σκοτώνετε την μανούλα μου!! Αισθάνθηκε ότι κάτι του στάθηκε στο λαιμό,. ένας κόμπος.
Δάκρυσε κι έκλαψε για τη χαμένη μανούλα του.
